- αρατος
- ἀρατόςἀρᾱτόςэп.-ион. ἀρητός 3проклятый, страшный
(γόος Hom. - v. l. ἄρρητος; ἕλκος Soph. - v. l. ἀραχθέν)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(γόος Hom. - v. l. ἄρρητος; ἕλκος Soph. - v. l. ἀραχθέν)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Ἄρατος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρατος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Σολεύς (Σόλοι Κιλικίας περ. 315 – Πέλλα περ. 240 π.Χ.). Ποιητής των αλεξανδρινών χρόνων. Σπούδασε στην Αθήνα όπου συνδέθηκε με φιλία με τον στωικό φιλόσοφο Ζήνωνα. Το 276 π.Χ. ο βασιλιάς της Μακεδονίας… … Dictionary of Greek
αρατός — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Σολεύς (Σόλοι Κιλικίας περ. 315 – Πέλλα περ. 240 π.Χ.). Ποιητής των αλεξανδρινών χρόνων. Σπούδασε στην Αθήνα όπου συνδέθηκε με φιλία με τον στωικό φιλόσοφο Ζήνωνα. Το 276 π.Χ. ο βασιλιάς της Μακεδονίας… … Dictionary of Greek
Άρατος — Sp Ãratas Ap Άρατος/Aratos L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
άρατος — η, ο αυτός που εξαφανίστηκε, άφαντος: Σε μια στιγμή έγινε άρατος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρατός — ἀρᾱτός , ἀρατός prayed against masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρητόν — ἀρατός prayed against masc/fem acc sg (ionic) ἀρατός prayed against neut nom/voc/acc sg (ionic) ἀρητός prayed against masc acc sg ἀρητός prayed against neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀράτω — Ἄρατος masc nom/voc/acc dual Ἄρατος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρητοί — ἀρατός prayed against masc/fem nom/voc pl (ionic) ἀρητός prayed against masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρητέ — ἀρατός prayed against masc/fem voc sg (ionic) ἀρητός prayed against masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρητῶς — ἀρατός prayed against adverbial (ionic) ἀρητός prayed against adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)